οδοντίνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | οδοντίνη | οι | οδοντίνες |
| γενική | της | οδοντίνης | των | οδοντινών |
| αιτιατική | την | οδοντίνη | τις | οδοντίνες |
| κλητική | οδοντίνη | οδοντίνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Dentin)
Προφορά
- ΔΦΑ : /o.ðonˈdi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δο‐ντί‐νη
Ουσιαστικό
οδοντίνη θηλυκό
-
Dentin στην αγγλική Βικιπαίδεια

- αδαμαντίνη
- δόντι
- πολφός
- σμάλτο
Μεταφράσεις
οδοντίνη
- οδοντίνη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- οδοντίνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.