πολφίτιδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολφίτιδα οι πολφίτιδες
      γενική της πολφίτιδας των πολφίτιδων
    αιτιατική την πολφίτιδα τις πολφίτιδες
     κλητική πολφίτιδα πολφίτιδες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολφίτιδα < (καθαρεύουσα) πολφῖτις < πολφός + -ῖτις (-ίτιδα), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pulpite

Ουσιαστικό

πολφίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.