πολυτεχνίτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πολυτεχνίτης οι πολυτεχνίτες
      γενική του πολυτεχνίτη των πολυτεχνιτών
    αιτιατική τον πολυτεχνίτη τους πολυτεχνίτες
     κλητική πολυτεχνίτη πολυτεχνίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυτεχνίτης < πολυ- + τέχν(η} + -ίτης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.teˈxni.tis/

Ουσιαστικό

πολυτεχνίτης αρσενικό (πολυτεχνίτισσα θηλυκό)

  1. που γνωρίζει πολλές τέχνες και επαγγέλματα
     συνώνυμα: πολύτεχνος
  2. (μεταφορικά) που τα βγάζει πέρα σε πολλές διαφορετικές καταστάσεις
     συνώνυμα: πολύτεχνος
  3. (μεταφορικό, με αρνητική σημασία) στη φράση πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης: που καταπιάνεται με πολλά χωρίς να γνωρίζει πουθενά την επιτυχία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.