καταπιάνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταπιάνομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καταπιάνομαι (επιχειρώ κάτι), μέση φωνή του ρήματος καταπιάνω (κυριεύω) < (κατά) κατα- + πιάνω, πιάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.taˈpça.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐πιά‐νο‐μαι
Ρήμα
καταπιάνομαι, αόρ.: καταπιάστηκα (χωρίς παθητική φωνή)
- ασχολούμαι εντατικά με κάτι, αφοσιώνομαι
- ↪ καταπιάστηκαν αρκετοί με το βικιλεξικό και μεγάλωσε το λημματολόγιο
- ※ Ο Σωτήρης καταπιάστηκε να φτιάξει μια χαλασμένη πρίζα. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταπιάνομαι | καταπιανόμουν(α) | θα καταπιάνομαι | να καταπιάνομαι | ||
| β' ενικ. | καταπιάνεσαι | καταπιανόσουν(α) | θα καταπιάνεσαι | να καταπιάνεσαι | ||
| γ' ενικ. | καταπιάνεται | καταπιανόταν(ε) | θα καταπιάνεται | να καταπιάνεται | ||
| α' πληθ. | καταπιανόμαστε | καταπιανόμαστε καταπιανόμασταν |
θα καταπιανόμαστε | να καταπιανόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταπιάνεστε | καταπιανόσαστε καταπιανόσασταν |
θα καταπιάνεστε | να καταπιάνεστε | (καταπιάνεστε) | |
| γ' πληθ. | καταπιάνονται | καταπιάνονταν καταπιανόντουσαν |
θα καταπιάνονται | να καταπιάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταπιάστηκα | θα καταπιαστώ | να καταπιαστώ | καταπιαστεί | ||
| β' ενικ. | καταπιάστηκες | θα καταπιαστείς | να καταπιαστείς | καταπιάσου | ||
| γ' ενικ. | καταπιάστηκε | θα καταπιαστεί | να καταπιαστεί | |||
| α' πληθ. | καταπιαστήκαμε | θα καταπιαστούμε | να καταπιαστούμε | |||
| β' πληθ. | καταπιαστήκατε | θα καταπιαστείτε | να καταπιαστείτε | καταπιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | καταπιάστηκαν καταπιαστήκαν(ε) |
θα καταπιαστούν(ε) | να καταπιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταπιαστεί | είχα καταπιαστεί | θα έχω καταπιαστεί | να έχω καταπιαστεί | καταπιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταπιαστεί | είχες καταπιαστεί | θα έχεις καταπιαστεί | να έχεις καταπιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταπιαστεί | είχε καταπιαστεί | θα έχει καταπιαστεί | να έχει καταπιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταπιαστεί | είχαμε καταπιαστεί | θα έχουμε καταπιαστεί | να έχουμε καταπιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταπιαστεί | είχατε καταπιαστεί | θα έχετε καταπιαστεί | να έχετε καταπιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταπιαστεί | είχαν καταπιαστεί | θα έχουν καταπιαστεί | να έχουν καταπιαστεί | ||
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ρηματικοί τύποι
- καταπιαστεῖ
- καταπιαστοῦμεν
- καταπιασμένος (μετοχή)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη πιάνω
Πηγές
- καταπιάνω, καταπιάνομαι - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.