πολυτεχνικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυτεχνικός η πολυτεχνική το πολυτεχνικό
      γενική του πολυτεχνικού της πολυτεχνικής του πολυτεχνικού
    αιτιατική τον πολυτεχνικό την πολυτεχνική το πολυτεχνικό
     κλητική πολυτεχνικέ πολυτεχνική πολυτεχνικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυτεχνικοί οι πολυτεχνικές τα πολυτεχνικά
      γενική των πολυτεχνικών των πολυτεχνικών των πολυτεχνικών
    αιτιατική τους πολυτεχνικούς τις πολυτεχνικές τα πολυτεχνικά
     κλητική πολυτεχνικοί πολυτεχνικές πολυτεχνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυτεχνικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική polytechnique < αρχαία ελληνική πολύς + τέχνη

Επίθετο

πολυτεχνικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.