πολυτεχνίτισσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πολυτεχνίτισσα | οι | πολυτεχνίτισσες |
| γενική | της | πολυτεχνίτισσας | των | πολυτεχνιτισσών |
| αιτιατική | την | πολυτεχνίτισσα | τις | πολυτεχνίτισσες |
| κλητική | πολυτεχνίτισσα | πολυτεχνίτισσες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πολυτεχνίτισσα < πολυτεχνίτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Μεταφράσεις
πολυτεχνίτισσα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.