πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- → δείτε τις λέξεις πολυτεχνίτης, κι και ερημοσπίτης → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.teˈxni.tis c‿e.ɾi.moˈspi.tis/
Έκφραση
πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
- αυτός που κάνει πολλά επαγγέλματα χωρίς να γνωρίζει πουθενά την επιτυχία ή που εξαιτίας της πολυπραγμοσύνης του δεν έχει κατορθώσει να φτιάξει ένα σπιτικό
Μεταφράσεις
πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.