πολύτεχνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύτεχνος | η | πολύτεχνη | το | πολύτεχνο |
| γενική | του | πολύτεχνου | της | πολύτεχνης | του | πολύτεχνου |
| αιτιατική | τον | πολύτεχνο | την | πολύτεχνη | το | πολύτεχνο |
| κλητική | πολύτεχνε | πολύτεχνη | πολύτεχνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύτεχνοι | οι | πολύτεχνες | τα | πολύτεχνα |
| γενική | των | πολύτεχνων | των | πολύτεχνων | των | πολύτεχνων |
| αιτιατική | τους | πολύτεχνους | τις | πολύτεχνες | τα | πολύτεχνα |
| κλητική | πολύτεχνοι | πολύτεχνες | πολύτεχνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύτεχνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολύτεχνος
Συγγενικά
- πολυτεχνία
- πολυτεχνικός
- → και δείτε τις λέξεις πολύς, πολύ και τέχνη
Μεταφράσεις
πολύτεχνος
|
|
Πηγές
- πολύτεχνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.