πολεμική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεμική οι πολεμικές
      γενική της πολεμικής των πολεμικών
    αιτιατική την πολεμική τις πολεμικές
     κλητική πολεμική πολεμικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολεμική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου πολεμικός

Ουσιαστικό

πολεμική θηλυκό

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πολεμική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.