ποιμενικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ποιμενικό | τα | ποιμενικά |
| γενική | του | ποιμενικού | των | ποιμενικών |
| αιτιατική | το | ποιμενικό | τα | ποιμενικά |
| κλητική | ποιμενικό | ποιμενικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποιμενικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ποιμενικός < ελληνιστική κοινή ποιμενικός < αρχαία ελληνική ποιμήν ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική pastoral[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) ιταλική pastorella)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.me.niˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποι‐με‐νι‐κό
Ουσιαστικό
ποιμενικό ουδέτερο
Συνώνυμα
- παστοράλε
- παστοράλι
- παστορέλα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ποιμενικό
- αιτιατική ενικού του ποιμενικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ποιμενικός
- ποιμενικό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.