παστορέλα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | παστορέλα | οι | παστορέλες |
| γενική | της | παστορέλας | — | |
| αιτιατική | την | παστορέλα | τις | παστορέλες |
| κλητική | παστορέλα | παστορέλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παστορέλα < ιταλική pastorella < pastore < λατινική pastor pasco < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂- (προστατεύω)
- παστοράλε
- παστοράλι
Μεταφράσεις
παστορέλα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.