ποίμνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | ποίμνιον | τὰ | ποίμνιᾰ |
| γενική | τοῦ | ποιμνίου | τῶν | ποιμνίων |
| δοτική | τῷ | ποιμνίῳ | τοῖς | ποιμνίοις |
| αιτιατική | τὸ | ποίμνιον | τὰ | ποίμνιᾰ |
| κλητική ὦ! | ποίμνιον | ποίμνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιμνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποιμνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ποίμνιον < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ποίμνιον, -ου ουδέτερο
- συνώνυμο του ποίμνη: το ποίμνιο (όπως προβάτων)
- (ελληνιστική σημασία) το ποίμνιο (οι πιστοί), ένθερμοι οπαδοί
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- ποίμνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ποίμνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.