ποιμαντήρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ποιμαντηρ- | |||||
| ονομαστική | ὁ | ποιμαντήρ | οἱ | ποιμαντῆρες | |
| γενική | τοῦ | ποιμαντῆρος | τῶν | ποιμαντήρων | |
| δοτική | τῷ | ποιμαντῆρῐ | τοῖς | ποιμαντῆρσῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν | ποιμαντῆρᾰ | τοὺς | ποιμαντῆρᾰς | |
| κλητική ὦ! | ποιμαντήρ | ποιμαντῆρες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ποιμαντῆρε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ποιμαντήροιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Εκφράσεις
- ποιμαντήρ νεῶν: πλοηγός, πηδαλιούχος
Πηγές
- ποιμαντήρ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.