ενορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενορία | οι | ενορίες |
| γενική | της | ενορίας | των | ενοριών |
| αιτιατική | την | ενορία | τις | ενορίες |
| κλητική | ενορία | ενορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενορία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνορία[1]
Ουσιαστικό
ενορία θηλυκό
- (θρησκεία) μικρής έκτασης περιοχή, συνοικία ή χωριό, που αποτελεί μια εκκλησιαστική περιφέρεια με κέντρο έναν ναό, όπου και εκκλησιάζονται οι κάτοικοί της
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ενορία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.