σαξόφωνο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
| γενική | του | σαξόφωνου & σαξοφώνου |
των | σαξόφωνων & σαξοφώνων |
| αιτιατική | το | σαξόφωνο | τα | σαξόφωνα |
| κλητική | σαξόφωνο | σαξόφωνα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /saˈkso.fo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐ξό‐φω‐νο
Ουσιαστικό

ένα σαξόφωνο άλτο
σαξόφωνο ουδέτερο
Συγγενικά
-
σαξόφωνο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.