laundry

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
laundry laundries

Ουσιαστικό

laundry (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η μπουγάδα, η πλύση, ρούχα για πλύσιμο ή που μόλις πλύθηκαν
    I have a lot of laundry today.
    Έχω μεγάλη μπουγάδα σήμερα.
    I hang out the laundry.
    Απλώνω την μπουγάδα/πλύση.
    Is the laundry back?
    Γύρισε η πλύση;
     συνώνυμα: wash
  2. (μη μετρήσιμο) το πλύσιμο ρούχων
    My shirts are in the laundry.
    Τα πουκάμισα μου είναι για πλύσιμο.
    The ink stains didn’t come out in the laundry.
    Δε βγήκαν οι μελανιές με το πλύσιμο.
     συνώνυμα: wash
  3. (μετρήσιμο) το πλυντήριο, το κατάστημα για το πλύσιμο ρούχων ή χώρος με συσκευή για το πλύσιμο
    a public laundry - πλυντηριο για το κοινό
     συνώνυμα: laundromat

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.