διαμορφωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαμορφωμένος η διαμορφωμένη το διαμορφωμένο
      γενική του διαμορφωμένου της διαμορφωμένης του διαμορφωμένου
    αιτιατική τον διαμορφωμένο τη διαμορφωμένη το διαμορφωμένο
     κλητική διαμορφωμένε διαμορφωμένη διαμορφωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαμορφωμένοι οι διαμορφωμένες τα διαμορφωμένα
      γενική των διαμορφωμένων των διαμορφωμένων των διαμορφωμένων
    αιτιατική τους διαμορφωμένους τις διαμορφωμένες τα διαμορφωμένα
     κλητική διαμορφωμένοι διαμορφωμένες διαμορφωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

διαμορφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διαμορφώνω

Μετοχή

διαμορφωμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.