lavoir
Γαλλικά (fr)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| lavoir | lavoirs |
lavoir (fr) αρσενικό
- οίκημα για το πλύσιμο των ρούχων
- τσιμεντένια πλάκα για πλύσιμο των ρούχων
- (τεχνολογία) συσκευή για τον καθαρισμό μεταλλεύματος
- το πλυσταριό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.