ανάπλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανάπλευση οι αναπλεύσεις
      γενική της ανάπλευσης* των αναπλεύσεων
    αιτιατική την ανάπλευση τις αναπλεύσεις
     κλητική ανάπλευση αναπλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάπλευση < (ελληνιστική κοινή) ἀνάπλευσις < αρχαία ελληνική ἀνάπλευσις (=σπάσιμο οστού)

Ουσιαστικό

ανάπλευση θηλυκό (λόγιο)

  1. πλεύση ενάντια στο ρεύμα (θάλασσας, ποταμού, αέρα)
  2. άπαρση, απόπλους, έκπλους, σαλπάρισμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.