επίπλευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επίπλευση οι επιπλεύσεις
      γενική της επίπλευσης* των επιπλεύσεων
    αιτιατική την επίπλευση τις επιπλεύσεις
     κλητική επίπλευση επιπλεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπλεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επίπλευση < αρχαία ελληνική ἐπίπλευσις < ἐπιπλέω < ἐπί + πλέω

Ουσιαστικό

επίπλευση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του επιπλέω
  2. (ειδικότερα) μέθοδος αφαίρεσης προσμείξεων από ορυκτά

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.