πλεονάζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλεονάζων & πλεονάζοντας |
η | πλεονάζουσα | το | πλεονάζον |
| γενική | του | πλεονάζοντος & πλεονάζοντα |
της | πλεονάζουσας & πλεοναζούσης* |
του | πλεονάζοντος |
| αιτιατική | τον | πλεονάζοντα | την | πλεονάζουσα | το | πλεονάζον |
| κλητική | πλεονάζων & πλεονάζοντα |
πλεονάζουσα | πλεονάζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλεονάζοντες | οι | πλεονάζουσες | τα | πλεονάζοντα |
| γενική | των | πλεοναζόντων | των | πλεοναζουσών | των | πλεοναζόντων |
| αιτιατική | τους | πλεονάζοντες | τις | πλεονάζουσες | τα | πλεονάζοντα |
| κλητική | πλεονάζοντες | πλεονάζουσες | πλεονάζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλεονάζων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεονάζων
Μετοχή
πλεονάζων, -ουσα, -ον
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πλεονάζω που δεν είναι πια απαραίτητος, που περισσεύει
- {πχ}} Τα πλεονάζοντα τρόφιμα δίνονται σε φιλανθρωπικούς φορείς.
- άλλες μορφές: πλεονάζοντας
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | πλεονάζων | ἡ | πλεονάζουσᾰ | τὸ | πλεονάζον |
| γενική | τοῦ | πλεονάζοντος | τῆς | πλεοναζούσης | τοῦ | πλεονάζοντος |
| δοτική | τῷ | πλεονάζοντῐ | τῇ | πλεοναζούσῃ | τῷ | πλεονάζοντῐ |
| αιτιατική | τὸν | πλεονάζοντᾰ | τὴν | πλεονάζουσᾰν | τὸ | πλεονάζον |
| κλητική ὦ! | πλεονάζων | πλεονάζουσᾰ | πλεονάζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | πλεονάζοντες | αἱ | πλεονάζουσαι | τὰ | πλεονάζοντᾰ |
| γενική | τῶν | πλεοναζόντων | τῶν | πλεοναζουσῶν | τῶν | πλεοναζόντων |
| δοτική | τοῖς | πλεονάζουσῐ(ν) | ταῖς | πλεοναζούσαις | τοῖς | πλεονάζουσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | πλεονάζοντᾰς | τὰς | πλεοναζούσᾱς | τὰ | πλεονάζοντᾰ |
| κλητική ὦ! | πλεονάζοντες | πλεονάζουσαι | πλεονάζοντᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλεονάζοντε | τὼ | πλεοναζούσᾱ | τὼ | πλεονάζοντε |
| γεν-δοτ | τοῖν | πλεοναζόντοιν | τοῖν | πλεοναζούσαιν | τοῖν | πλεοναζόντοιν |
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λύων' όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.