πλεοναστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλεοναστικός | η | πλεοναστική | το | πλεοναστικό |
| γενική | του | πλεοναστικού | της | πλεοναστικής | του | πλεοναστικού |
| αιτιατική | τον | πλεοναστικό | την | πλεοναστική | το | πλεοναστικό |
| κλητική | πλεοναστικέ | πλεοναστική | πλεοναστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλεοναστικοί | οι | πλεοναστικές | τα | πλεοναστικά |
| γενική | των | πλεοναστικών | των | πλεοναστικών | των | πλεοναστικών |
| αιτιατική | τους | πλεοναστικούς | τις | πλεοναστικές | τα | πλεοναστικά |
| κλητική | πλεοναστικοί | πλεοναστικές | πλεοναστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλεοναστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεοναστικός. Μορφολογικά αναλύεται σε πλεονασ(μός) + -τικός.
Επίθετο
πλεοναστικός
- που πλεονάζει, που περισσεύει
- που υπάρχει ή που γίνεται κατά πλεονασμό
- ↪ η απαίτηση του επαίτη για ένα ακόμα νόμισμα φάνηκε πλεοναστική στα μάτια του πλουσίου
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πλεονάζω και πλεονασμός
Πηγές
- πλεοναστικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πλεοναστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.