πλεοναστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλεοναστικός η πλεοναστική το πλεοναστικό
      γενική του πλεοναστικού της πλεοναστικής του πλεοναστικού
    αιτιατική τον πλεοναστικό την πλεοναστική το πλεοναστικό
     κλητική πλεοναστικέ πλεοναστική πλεοναστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλεοναστικοί οι πλεοναστικές τα πλεοναστικά
      γενική των πλεοναστικών των πλεοναστικών των πλεοναστικών
    αιτιατική τους πλεοναστικούς τις πλεοναστικές τα πλεοναστικά
     κλητική πλεοναστικοί πλεοναστικές πλεοναστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλεοναστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλεοναστικός. Μορφολογικά αναλύεται σε πλεονασ(μός) + -τικός.

Επίθετο

πλεοναστικός

  1. που πλεονάζει, που περισσεύει
  2. που υπάρχει ή που γίνεται κατά πλεονασμό
    η απαίτηση του επαίτη για ένα ακόμα νόμισμα φάνηκε πλεοναστική στα μάτια του πλουσίου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.