πλεονάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλεονάζω < αρχαία ελληνική πλεονάζω

Ρήμα

πλεονάζω

  1. (γενικότερα) είμαι σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτήν που χρειάζεται
  2. (ειδικότερα) περισσεύω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.