πλειοψηφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πλειοψηφία οι πλειοψηφίες
      γενική της πλειοψηφίας των πλειοψηφιών
    αιτιατική την πλειοψηφία τις πλειοψηφίες
     κλητική πλειοψηφία πλειοψηφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλειοψηφία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειοψηφία ( δείτε και τη λέξη πλειονοψηφία)[1] < πλείων, πλειο- + ψῆφ(ος) + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλειοψηφία

Ουσιαστικό

πλειοψηφία θηλυκό

  1. οι ψήφοι που υπερτερούν αριθμητικά σε μια εκλογική διαδικασία
    το κόμμα μας πήρε την πλειοψηφία
  2. η παράταξη που πήρε τις περισσότερες ψήφους ή έδρες σε μια εκλογική διαδικασία, ή σε ένα εκλεγμένο όργανο
    η κυβερνητική πλειοψηφία υπερψήφισε το νομοσχέδιο
     συνώνυμα: πλειονοψηφία
     αντώνυμα: μειοψηφία μειονοψηφία
  3. το μεγαλύτερο μέρος ενός συνόλου
    η πλειοψηφία των προϊόντων αυτής της εταιρείας είναι χαμηλής ποιότητας
     συνώνυμα: πλειονότητα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.