πλειονότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλειονότητα | οι | πλειονότητες |
| γενική | της | πλειονότητας | των | πλειονοτήτων |
| αιτιατική | την | πλειονότητα | τις | πλειονότητες |
| κλητική | πλειονότητα | πλειονότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλειονότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πλειονότης, από την αιτιατική σε -ητα
Ουσιαστικό
πλειονότητα θηλυκό
- το μεγαλύτερο μέρος ή τμήμα ενός πλήθους
Συγγενικά
- πλειονοψηφία
- πλειονοψηφώ
- → και δείτε το πρόθημα πλειονο-
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.