πλειοψηφώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πλειοψηφώ < πλειοψηφ(ία) + -ώ (αναδρομικός σχηματισμός)[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐ψη‐φώ
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- πλειοψηφών, πλειοψηφούντας (μετοχή)
- πλειοψηφώντας (άκλιτη μετοχή)
→ και δείτε τη λέξη πλειοψηφία
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πλειοψηφώ | πλειοψηφούσα | θα πλειοψηφώ | να πλειοψηφώ | πλειοψηφώντας | |
| β' ενικ. | πλειοψηφείς | πλειοψηφούσες | θα πλειοψηφείς | να πλειοψηφείς | ||
| γ' ενικ. | πλειοψηφεί | πλειοψηφούσε | θα πλειοψηφεί | να πλειοψηφεί | ||
| α' πληθ. | πλειοψηφούμε | πλειοψηφούσαμε | θα πλειοψηφούμε | να πλειοψηφούμε | ||
| β' πληθ. | πλειοψηφείτε | πλειοψηφούσατε | θα πλειοψηφείτε | να πλειοψηφείτε | πλειοψηφείτε | |
| γ' πληθ. | πλειοψηφούν(ε) | πλειοψηφούσαν(ε) | θα πλειοψηφούν(ε) | να πλειοψηφούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πλειοψήφησα | θα πλειοψηφήσω | να πλειοψηφήσω | πλειοψηφήσει | ||
| β' ενικ. | πλειοψήφησες | θα πλειοψηφήσεις | να πλειοψηφήσεις | πλειοψήφησε | ||
| γ' ενικ. | πλειοψήφησε | θα πλειοψηφήσει | να πλειοψηφήσει | |||
| α' πληθ. | πλειοψηφήσαμε | θα πλειοψηφήσουμε | να πλειοψηφήσουμε | |||
| β' πληθ. | πλειοψηφήσατε | θα πλειοψηφήσετε | να πλειοψηφήσετε | πλειοψηφήστε | ||
| γ' πληθ. | πλειοψήφησαν πλειοψηφήσαν(ε) |
θα πλειοψηφήσουν(ε) | να πλειοψηφήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πλειοψηφήσει | είχα πλειοψηφήσει | θα έχω πλειοψηφήσει | να έχω πλειοψηφήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πλειοψηφήσει | είχες πλειοψηφήσει | θα έχεις πλειοψηφήσει | να έχεις πλειοψηφήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πλειοψηφήσει | είχε πλειοψηφήσει | θα έχει πλειοψηφήσει | να έχει πλειοψηφήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πλειοψηφήσει | είχαμε πλειοψηφήσει | θα έχουμε πλειοψηφήσει | να έχουμε πλειοψηφήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πλειοψηφήσει | είχατε πλειοψηφήσει | θα έχετε πλειοψηφήσει | να έχετε πλειοψηφήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πλειοψηφήσει | είχαν πλειοψηφήσει | θα έχουν πλειοψηφήσει | να έχουν πλειοψηφήσει |
| |
Μεταφράσεις
πλειοψηφώ
|
|
Αναφορές
- πλειοψηφώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.