πλειοψηφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλειοψηφώ < πλειοψηφ(ία) + (αναδρομικός σχηματισμός)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλειοψηφώ

Ρήμα

πλειοψηφώ, πρτ.: πλειοψηφούσα, αόρ.: πλειοψήφησα (χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλειοψηφία

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.