πλειοψηφικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλειοψηφικός η πλειοψηφική το πλειοψηφικό
      γενική του πλειοψηφικού της πλειοψηφικής του πλειοψηφικού
    αιτιατική τον πλειοψηφικό την πλειοψηφική το πλειοψηφικό
     κλητική πλειοψηφικέ πλειοψηφική πλειοψηφικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλειοψηφικοί οι πλειοψηφικές τα πλειοψηφικά
      γενική των πλειοψηφικών των πλειοψηφικών των πλειοψηφικών
    αιτιατική τους πλειοψηφικούς τις πλειοψηφικές τα πλειοψηφικά
     κλητική πλειοψηφικοί πλειοψηφικές πλειοψηφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλειοψηφικός < πλειοψηφία + -ικός

Επίθετο

πλειοψηφικός

  1. που έχει σχέση με την πλειοψηφία ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. (ουσιαστικοποιημένο) πλειοψηφικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.