πλειοψηφών
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλειοψηφών | η | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
| γενική | του | πλειοψηφούντος & πλειοψηφούντα1 |
της | πλειοψηφούσας & πλειοψηφούσης* |
του | πλειοψηφούντος |
| αιτιατική | τον | πλειοψηφούντα | την | πλειοψηφούσα | το | πλειοψηφούν |
| κλητική | πλειοψηφών | πλειοψηφούσα | πλειοψηφούν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλειοψηφούντες | οι | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
| γενική | των | πλειοψηφούντων | των | πλειοψηφουσών | των | πλειοψηφούντων |
| αιτιατική | τους | πλειοψηφούντες | τις | πλειοψηφούσες | τα | πλειοψηφούντα |
| κλητική | πλειοψηφούντες | πλειοψηφούσες | πλειοψηφούντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πλειοψηφών < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος πλειοψηφώ
Προφορά
- ΔΦΑ : /pli.o.psiˈfon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ο‐ψη‐φών
Μετοχή
πλειοψηφών, -ούσα, -ούν
- (λόγιο) που κατέχει την πλειοψηφία, που παίρνει τις περισσότερες ψήφους
- ↪ η πλειοψηφούσα παράταξη / πρόταση
- ↪ πλειοψηφών συνδυασμός
- ↪ τα πλειοψηφούντα σωματεία στην ομοσπονδία
- ↪ το πλειοψηφούν κόμμα γίνεται συνήθως το κυβερνών κόμμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.