πλειοψηφικά
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
πλειοψηφικά
<
πλειοψηφικός
+
-ά
Επίρρημα
πλειοψηφικά
με
πλειοψηφικό
τρόπο
Μεταφράσεις
πλειοψηφικά
γαλλικά
:
majoritairement
(fr)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πλειοψηφικά
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
του
πλειοψηφικό
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.