πλείων

Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πλείων τὸ πλεῖον
& πλεῖν
      γενική τοῦ/τῆς πλείονος τοῦ πλείονος
      δοτική τῷ/τῇ πλείον τῷ πλείον
    αιτιατική τὸν/τὴν πλείον - πλείω τὸ πλεῖον
     κλητική ! πλεῖον πλεῖον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πλείονες - πλείους τὰ πλείον - πλείω
      γενική τῶν πλειόνων τῶν πλειόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πλείοσῐ(ν) τοῖς πλείοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς πλείονᾰς - πλείους τὰ πλείον - πλείω
     κλητική ! πλείονες - πλείους πλείον - πλείω
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλείονε τὼ πλείονε
      γεν-δοτ τοῖν πλειόνοιν τοῖν πλειόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλείων < *πλή-j-ων με βράχυνση κατά το πλεῖστος, μείων
Κατ' άλλη άποψη,[1] < μεταπτωτική βαθμίδα για τη δισύλλαβη πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pelh₁ (γεμίζω) (ομόρριζα: πολύς, πίμπλημι, πλῆθος, πολύς) [2]

Επίθετο

πλείων

  • πλέων
    • πλέονες (πληθυντικός)
  • ιωνικός τύπος πλεῦν, πλεῦνος
    • πλεῦνες

Παράγωγα

  • πλειόνως επίρρημα & πλεόνως

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
πλεον-, πλειστ-, πλειονο-, πλειο- 

με πλεον-, πλεονο-

  • ἀπλεόναστος
  • ἀπλεονέκτητος
  • ἐπιπλεοναστέον
  • μικρόπλεον
  • πλέον
  • πλεονάζω συγγενικά & σύνθετα όπως ενδεικτικά πλεόνασις, πλεόνασμα
  • πλεονάκις
  • πλεοναχῇ
  • πλεοναχόθεν
  • πλεοναχός
  • πλεοναχῶς
  • πλεονέκτης, πλεονεξία, πλεονεκτέω συγγενικά & σύνθετα
  • πλεονοδάκτυλος
  • πλεονοσυλλαβέω
  • πλεονοσύλλαβος
  • πλεονότης
  • πλεονοτρόφος

με πλειστ-, πλειστο-

  •  δείτε τη λέξη πλεῖστος

με πλειoνο-

  • ἔμπλειος
  • ἐνίπλειος
  • ἐΰπλειος
  • παράπλειος
  • περίπλειος
  • πλειοποιός
  • πλεῖος
  • πλειότης

με πλειoνο-

  •  δείτε το αντίστοιχο νεοελληνικό πεδίο στο πλέον

Αναφορές

  1. πλείων σελ. 1206 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 12.
  2. πλέον (& εκδοχές ετυμολόγησης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.