πλείων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πλείων | τὸ | πλεῖον & πλεῖν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πλείονος | τοῦ | πλείονος | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πλείονῐ | τῷ | πλείονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πλείονᾰ - πλείω | τὸ | πλεῖον | ||
| κλητική ὦ! | πλεῖον | πλεῖον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πλείονες - πλείους | τὰ | πλείονᾰ - πλείω | ||
| γενική | τῶν | πλειόνων | τῶν | πλειόνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πλείοσῐ(ν) | τοῖς | πλείοσῐ(ν) | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πλείονᾰς - πλείους | τὰ | πλείονᾰ - πλείω | ||
| κλητική ὦ! | πλείονες - πλείους | πλείονᾰ - πλείω | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πλείονε | τὼ | πλείονε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πλειόνοιν | τοῖν | πλειόνοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'μείζων' όπως «μείζων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Επίθετο
πλείων
- συγκριτικός βαθμός του πολύς
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 165 → δείτε και τη λέξη
- ἀλλὰ τὸ μὲν πλεῖον πολυάϊκος πολέμοιο
- ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 8 (θ. Ὀδυσσέως σύστασις πρὸς Φαίακας.), στίχ. 475
- ἐπὶ δὲ πλεῖον ἐλέλειπτο
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 380
- πλείων μὲν πλεόνων μελέτη, μείζων δ᾽ ἐπιθήκη
- Γιατί οι πιο πολλοί και πιο πολύ για τη δουλειά φροντίζουν μα και το κέρδος που σωρεύεται απ᾽ αυτούς είναι περισσότερο
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- πλείων μὲν πλεόνων μελέτη, μείζων δ᾽ ἐπιθήκη
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 7, 5.39
- ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει
- ο πολύς κόσμος περισσότερος, όλο και περισσότερος εισέρρεε (μαζευόταν) [Απόδοση:Βικιλεξικό]
- ὁ ὄχλος πλείων καὶ πλείων ἐπέρρει
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 1 (Α. Λοιμός. Μῆνις.), στίχ. 165 → δείτε και τη λέξη
- πλέων
- πλέονες (πληθυντικός)
- ιωνικός τύπος πλεῦν, πλεῦνος
- πλεῦνες
Παράγωγα
- πλειόνως επίρρημα & πλεόνως
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πλεον-, πλειστ-, πλειονο-, πλειο-
πλεον-, πλειστ-, πλειονο-, πλειο-
με πλεον-, πλεονο-
- ἀπλεόναστος
- ἀπλεονέκτητος
- ἐπιπλεοναστέον
- μικρόπλεον
- πλέον
- πλεονάζω συγγενικά & σύνθετα όπως ενδεικτικά πλεόνασις, πλεόνασμα
- πλεονάκις
- πλεοναχῇ
- πλεοναχόθεν
- πλεοναχός
- πλεοναχῶς
- πλεονέκτης, πλεονεξία, πλεονεκτέω συγγενικά & σύνθετα
- πλεονοδάκτυλος
- πλεονοσυλλαβέω
- πλεονοσύλλαβος
- πλεονότης
- πλεονοτρόφος
με πλειστ-, πλειστο-
- → δείτε τη λέξη πλεῖστος
με πλειoνο-
- ἔμπλειος
- ἐνίπλειος
- ἐΰπλειος
- παράπλειος
- περίπλειος
- πλειοποιός
- πλεῖος
- πλειότης
με πλειoνο-
- πλειονάκις
- πλειοναχῶς
- πλειονάζω
- πλειονομοιρέω
- πλειονότης
- πλειονοψηφία
- πλειονοψηφοφορία
- συμπλείονες
- → δείτε το αντίστοιχο νεοελληνικό πεδίο στο πλέον
- πλέως, πλεῖος
Αναφορές
- πλείων σελ. 1206 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
- πλέον (& εκδοχές ετυμολόγησης) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- πλείων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλείων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.