πλειοδοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλειοδοτικός η πλειοδοτική το πλειοδοτικό
      γενική του πλειοδοτικού της πλειοδοτικής του πλειοδοτικού
    αιτιατική τον πλειοδοτικό την πλειοδοτική το πλειοδοτικό
     κλητική πλειοδοτικέ πλειοδοτική πλειοδοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλειοδοτικοί οι πλειοδοτικές τα πλειοδοτικά
      γενική των πλειοδοτικών των πλειοδοτικών των πλειοδοτικών
    αιτιατική τους πλειοδοτικούς τις πλειοδοτικές τα πλειοδοτικά
     κλητική πλειοδοτικοί πλειοδοτικές πλειοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλειοδοτικός < πλειοδότης + -ικός

Επίθετο

πλειοδοτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.