πλειοδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πλειοδότης οι πλειοδότες
      γενική του πλειοδότη των πλειοδοτών
    αιτιατική τον πλειοδότη τους πλειοδότες
     κλητική πλειοδότη πλειοδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλειοδότης < πλειο(δοσία) + -δότης[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pli.oˈðo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλειοδότης

Ουσιαστικό

πλειοδότης αρσενικό (θηλυκό πλειοδότρια)

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.