μειοδοτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μειοδοτικός | η | μειοδοτική | το | μειοδοτικό |
| γενική | του | μειοδοτικού | της | μειοδοτικής | του | μειοδοτικού |
| αιτιατική | τον | μειοδοτικό | τη | μειοδοτική | το | μειοδοτικό |
| κλητική | μειοδοτικέ | μειοδοτική | μειοδοτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μειοδοτικοί | οι | μειοδοτικές | τα | μειοδοτικά |
| γενική | των | μειοδοτικών | των | μειοδοτικών | των | μειοδοτικών |
| αιτιατική | τους | μειοδοτικούς | τις | μειοδοτικές | τα | μειοδοτικά |
| κλητική | μειοδοτικοί | μειοδοτικές | μειοδοτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
μειοδοτικός
- που έχει σχέση με τη μειοδοσία ή τον μειοδότη ή αναφέρεται σ’ αυτά
- μειοδοτικός διαγωνισμός
- (μεταφορικά) προδοτικός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μειοδοσία
Μεταφράσεις
μειοδοτικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.