πλειοδοσία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλειοδοσία | οι | πλειοδοσίες |
| γενική | της | πλειοδοσίας | των | πλειοδοσιών |
| αιτιατική | την | πλειοδοσία | τις | πλειοδοσίες |
| κλητική | πλειοδοσία | πλειοδοσίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πλειοδοσία θηλυκό
- (οικονομία, νομικός όρος) η υψηλότερη προσφερόμενη τιμή για την απόκτηση ενός αγαθού ή υπηρεσίας σε δημοπρασία, πλειοδοτικό διαγωνισμό κ.λπ. καθώς και η διαδικασία προσφοράς της
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις πλειοδότης, πλέον και δίνω
Μεταφράσεις
πλειοδοσία
|
- πλειοδοσία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλειοδοσία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.