αποβάθρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αποβάθρα | οι | αποβάθρες |
| γενική | της | αποβάθρας | των | αποβαθρών |
| αιτιατική | την | αποβάθρα | τις | αποβάθρες |
| κλητική | αποβάθρα | αποβάθρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αποβάθρα < αρχαία ελληνική ἀποβάθρα
Ουσιαστικό
αποβάθρα θηλυκό
Μεταφράσεις
αποβάθρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.