platform

Αγγλικά (en)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈplætfɔːm/ & /ˈplætfɔɹm/
 

Ουσιαστικό

platform (en)

  1. αποβάθρα
  2. (πληροφορική, λογισμικό, υλικό υπολογιστή) πλατφόρμα
    δείτε επίσης: computing platform στην αγγλική Βικιπαίδεια

Πολυλεκτικοί όροι

  • platform στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.