μοντέλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
| γενική | του | μοντέλου | των | μοντέλων |
| αιτιατική | το | μοντέλο | τα | μοντέλα |
| κλητική | μοντέλο | μοντέλα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοντέλο < (άμεσο δάνειο) ιταλική modello
Ουσιαστικό
μοντέλο ουδέτερο
Συγγενικά
-
μοντέλο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.