fake
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /feɪk/
Επίθετο
| παραθετικά | |
| θετικός | fake |
| συγκριτικός | faker |
| υπερθετικός | fakest |
fake (en)
- (κακόσημο) πλαστός, κίβδηλος, ψεύτικος, ψευδής, που δεν είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι· που φαίνεται να είναι κάτι που δεν είναι
- ↪ fake passports/works of art - πλαστά διαβατήρια/έργα τέχνης
- ↪ His is fake through and through.
- Είναι κίβδηλος ως το κόκκαλο.
- ↪ Everything about him is fake.
- Όλα πάνω του είναι ψεύτικα.
- ↪ Fake news spreads instantly across social media.
- Οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται αμέσως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Αντώνυμα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| fake | fakes |
fake (en)
- η απομίμηση, ο κίβδηλος, ο ψεύτικος, ένα αντικείμενο όπως ένα έργο τέχνης, ένα νόμισμα ή ένα κόσμημα που δεν είναι αυτό που κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι, αλλά έχει φτιαχτεί σαν να είναι
- ↪ It’s not a genuine Gauguin, it’s a fake.
- Δεν είναι γνήσιος Γκωγκέν, είναι απομίμηση.
- ↪ This painting is a fake.
- Αυτός ο πίνακας είναι κίβδηλος/ψεύτικος.
- ↪ It’s not a genuine Gauguin, it’s a fake.
- (αθλητισμός) η προσποίηση (σε μία ποδοσφαιρική τρίπλα)
Ρήμα
| ενεστώτας | fake |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | fakes |
| αόριστος | faked |
| παθητική μετοχή | faked |
| ενεργητική μετοχή | faking |
fake (en)
- εξαπατώ, κλέβω
- κάνω, φτιάχνω
- απομιμούμαι, αντιγράφω κάτι δημιουργώντας μια πλαστή απομίμηση
- προσποιούμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.