περιπατητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιπατητικός η περιπατητική το περιπατητικό
      γενική του περιπατητικού της περιπατητικής του περιπατητικού
    αιτιατική τον περιπατητικό την περιπατητική το περιπατητικό
     κλητική περιπατητικέ περιπατητική περιπατητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιπατητικοί οι περιπατητικές τα περιπατητικά
      γενική των περιπατητικών των περιπατητικών των περιπατητικών
    αιτιατική τους περιπατητικούς τις περιπατητικές τα περιπατητικά
     κλητική περιπατητικοί περιπατητικές περιπατητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιπατητικός < ελληνιστική κοινή περιπατητικός < περιπατητής < αρχαία ελληνική περιπατέω / περιπατῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ri.pa.ti.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιπατητικός

Επίθετο

περιπατητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που του αρέσει ο περίπατος, να περπατά
  3. (ιατρική) για ασθενή που κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του δεν μένει στο νοσοκομείο αλλά πηγαινοέρχεται
      Υπηρεσίες περιπατητικής φροντίδας: Υπηρεσίες εξωνοσοκομειακής και εξειδικευμένης φροντίδας υγείας που παρέχονται στους λήπτες υπηρεσιών υγείας από τα Κέντρα Υγείας. (*)
  4. (ιστορία, φιλοσοφία) που έχει σχέση με τη σχολή του Αριστοτέλη, τον Περίπατο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
     συνώνυμα: αριστοτελικός
  5. (ουσιαστικοποιημένο) περιπατητικοί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.