πηγαινοέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πηγαινοέρχομαι < πηγαίνω + έρχομαι (παρατακτικό σύνθετο)

Προφορά

ΔΦΑ : /pi.ʝe.noˈeɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πηγαινοέρχομαι

Ρήμα

πηγαινοέρχομαι, πρτ.: πηγαινοερχόμουν, μόνο στο ενεστωτικό θέμα (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα)

  1. πηγαίνω και έρχομαι διαρκώς
    Πηγαινοέρχομαι στο ταχυδρομείο αλλά το δέμα παραμένει άφαντο.
  2. συχνάζω
    Βλέπω πολύ κόσμο να πηγαινοέρχεται στο σπίτι της.

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.