εξωνοσοκομειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωνοσοκομειακός η εξωνοσοκομειακή το εξωνοσοκομειακό
      γενική του εξωνοσοκομειακού της εξωνοσοκομειακής του εξωνοσοκομειακού
    αιτιατική τον εξωνοσοκομειακό την εξωνοσοκομειακή το εξωνοσοκομειακό
     κλητική εξωνοσοκομειακέ εξωνοσοκομειακή εξωνοσοκομειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωνοσοκομειακοί οι εξωνοσοκομειακές τα εξωνοσοκομειακά
      γενική των εξωνοσοκομειακών των εξωνοσοκομειακών των εξωνοσοκομειακών
    αιτιατική τους εξωνοσοκομειακούς τις εξωνοσοκομειακές τα εξωνοσοκομειακά
     κλητική εξωνοσοκομειακοί εξωνοσοκομειακές εξωνοσοκομειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξωνοσοκομειακός < εξω- + νοσοκομειακός

Επίθετο

εξωνοσοκομειακός

  • (ιατρική) που συμβαίνει ή γίνεται έξω από νοσοκομείο, εκτός νοσοκομείου
      Από την ίδρυση του το ελληνικό Δημόσιο Σύστημα Υγείας είχε νοσοκομειοκεντρικό και ιατροκεντρικό χαρακτήρα, δεν αναπτύχθηκε η ΠΦΥ, ειδικά στα αστικά κέντρα , και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη εκχωρήθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό στον ιδιωτικό τομέα. (Ενδυναμώνοντας τα ανθρωποκεντρικά συστήματα Υγείας, παρέμβαση του Α. Ξανθού στην Περιφερειακή Επιτροπή του ΠΟΥ στην Κοπεγχάγη, 13/09/2016, Δελτίο Τύπου, Υπουργείο Υγείας, Ελληνική Δημοκρατία )

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.