περιβεβλημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιβεβλημένος η περιβεβλημένη το περιβεβλημένο
      γενική του περιβεβλημένου της περιβεβλημένης του περιβεβλημένου
    αιτιατική τον περιβεβλημένο την περιβεβλημένη το περιβεβλημένο
     κλητική περιβεβλημένε περιβεβλημένη περιβεβλημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιβεβλημένοι οι περιβεβλημένες τα περιβεβλημένα
      γενική των περιβεβλημένων των περιβεβλημένων των περιβεβλημένων
    αιτιατική τους περιβεβλημένους τις περιβεβλημένες τα περιβεβλημένα
     κλητική περιβεβλημένοι περιβεβλημένες περιβεβλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιβάλλομαι

Μετοχή

περιβεβλημένος -η -ο

  1. που περιβάλλεται από κάτι, το φοράει, συνήθως επίσημο ένδυμα ή σχετικό με την άσκηση εξουσίας
  2. (μεταφορικά) που περιβάλλεται από κάτι, έχει την αίγλη αυτού που τον περιβάλλει

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.