περιβεβλημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιβεβλημένος | η | περιβεβλημένη | το | περιβεβλημένο |
| γενική | του | περιβεβλημένου | της | περιβεβλημένης | του | περιβεβλημένου |
| αιτιατική | τον | περιβεβλημένο | την | περιβεβλημένη | το | περιβεβλημένο |
| κλητική | περιβεβλημένε | περιβεβλημένη | περιβεβλημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιβεβλημένοι | οι | περιβεβλημένες | τα | περιβεβλημένα |
| γενική | των | περιβεβλημένων | των | περιβεβλημένων | των | περιβεβλημένων |
| αιτιατική | τους | περιβεβλημένους | τις | περιβεβλημένες | τα | περιβεβλημένα |
| κλητική | περιβεβλημένοι | περιβεβλημένες | περιβεβλημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιβεβλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου περιβάλλομαι
Μετοχή
περιβεβλημένος -η -ο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.