εσθήτα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσθήτα οι εσθήτες
      γενική της εσθήτας των εσθήτων
    αιτιατική την εσθήτα τις εσθήτες
     κλητική εσθήτα εσθήτες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσθήτα < αρχαία ελληνική ἐσθής

Ουσιαστικό

εσθήτα θηλυκό

  1. (επίσημο) φόρεμα
  2. ένδυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.