αίγλη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η αίγλη
      γενική της αίγλης
    αιτιατική την αίγλη
     κλητική αίγλη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίγλη < αρχαία ελληνική αἴγλη ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gloire / auréole[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.ɣli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίγλη

Ουσιαστικό

αίγλη θηλυκό

  1. (λόγιο) ακτινοβολία, λάμψη, χλιδή
  2. (λόγιο) φήμη, δόξα
  3. (θρησκεία) το φωτοστέφανο των αγίων
  4. όρος της οπτικής για συγκεκριμένη μορφή ακτινοβολίας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.