αίγλη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αίγλη | ||
| γενική | της | αίγλης | ||
| αιτιατική | την | αίγλη | ||
| κλητική | αίγλη | |||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίγλη < αρχαία ελληνική αἴγλη ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική gloire / auréole[1])
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.ɣli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐γλη
Ουσιαστικό
αίγλη θηλυκό
- (λόγιο) ακτινοβολία, λάμψη, χλιδή
- (λόγιο) φήμη, δόξα
- (θρησκεία) το φωτοστέφανο των αγίων
- όρος της οπτικής για συγκεκριμένη μορφή ακτινοβολίας
Μεταφράσεις
- αίγλη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.