τιάρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιάρα οι τιάρες
      γενική της τιάρας των (τιαρών)
    αιτιατική την τιάρα τις τιάρες
     κλητική τιάρα τιάρες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η τιάρα του πάπα Πίου του 11ου
Κεφάλι στολισμένο με τιάρα.

Ετυμολογία

  1. τιάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tiara < αρχαία ελληνική τιάρα
  2. τιάρα < αρχαία ελληνική τιάρα < περσική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtça.ɾa/

Ουσιαστικό

τιάρα θηλυκό

  1. κάλυμμα κεφαλής που φέρει ο πάπας στο κεφάλι του σε επίσημες εκδηλώσεις
     συνώνυμα: (μόνο για τους ορθοδόξους αρχιερείς) μίτρα
  2. σκούφος των αρχαίων Περσών
  3. στέμμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.