τιάρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τιάρα | οι | τιάρες |
| γενική | της | τιάρας | των | (τιαρών) |
| αιτιατική | την | τιάρα | τις | τιάρες |
| κλητική | τιάρα | τιάρες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Η τιάρα του πάπα Πίου του 11ου

Κεφάλι στολισμένο με τιάρα.
Ετυμολογία
- τιάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tiara < αρχαία ελληνική τιάρα
- τιάρα < αρχαία ελληνική τιάρα < περσική
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈtça.ɾa/
Ουσιαστικό
τιάρα θηλυκό
-
τιάρα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.