περιαρθρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιαρθρικός | η | περιαρθρική | το | περιαρθρικό |
| γενική | του | περιαρθρικού | της | περιαρθρικής | του | περιαρθρικού |
| αιτιατική | τον | περιαρθρικό | την | περιαρθρική | το | περιαρθρικό |
| κλητική | περιαρθρικέ | περιαρθρική | περιαρθρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιαρθρικοί | οι | περιαρθρικές | τα | περιαρθρικά |
| γενική | των | περιαρθρικών | των | περιαρθρικών | των | περιαρθρικών |
| αιτιατική | τους | περιαρθρικούς | τις | περιαρθρικές | τα | περιαρθρικά |
| κλητική | περιαρθρικοί | περιαρθρικές | περιαρθρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιαρθρικός < περι- + αρθρικός (άρθρ(ο) < ἄρθρον + -ικός), μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική periarticular[1] ή από τη γαλλική périarticulaire[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾi.aɾ.θɾiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐αρ‐θρι‐κός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- περιαρθρικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.