αρθρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αρθρικός η αρθρική το αρθρικό
      γενική του αρθρικού της αρθρικής του αρθρικού
    αιτιατική τον αρθρικό την αρθρική το αρθρικό
     κλητική αρθρικέ αρθρική αρθρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αρθρικοί οι αρθρικές τα αρθρικά
      γενική των αρθρικών των αρθρικών των αρθρικών
    αιτιατική τους αρθρικούς τις αρθρικές τα αρθρικά
     κλητική αρθρικοί αρθρικές αρθρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αρθρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρθρικός. Μορφολογικά αναλύεται σε άρθρ(ο) (< αρχαία ελληνική ἄρθρον) + -ικός.

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾ.θɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρθρικός

Επίθετο

αρθρικός, -ή, -ό (χωρίς παραθετικά)

  • (ιατρική) που ανήκει ή αναφέρεται στις αρθρώσεις
    αρθρικός υμένας, αρθρικοί σύνδεσμοι / θύλακες

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη άρθρο

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.