πεπιεσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πεπιεσμένος | η | πεπιεσμένη | το | πεπιεσμένο |
| γενική | του | πεπιεσμένου | της | πεπιεσμένης | του | πεπιεσμένου |
| αιτιατική | τον | πεπιεσμένο | την | πεπιεσμένη | το | πεπιεσμένο |
| κλητική | πεπιεσμένε | πεπιεσμένη | πεπιεσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πεπιεσμένοι | οι | πεπιεσμένες | τα | πεπιεσμένα |
| γενική | των | πεπιεσμένων | των | πεπιεσμένων | των | πεπιεσμένων |
| αιτιατική | τους | πεπιεσμένους | τις | πεπιεσμένες | τα | πεπιεσμένα |
| κλητική | πεπιεσμένοι | πεπιεσμένες | πεπιεσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πεπιεσμένος < αρχαία ελληνική πεπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου πιέζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.