συμπίεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συμπίεση | οι | συμπιέσεις |
| γενική | της | συμπίεσης* | των | συμπιέσεων |
| αιτιατική | τη | συμπίεση | τις | συμπιέσεις |
| κλητική | συμπίεση | συμπιέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συμπιέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συμπίεση < αρχαία ελληνική συμπίεσις < συμπιέζω
Ουσιαστικό
συμπίεση θηλυκό
- η ενέργεια του συμπιέζω
- (φυσική): η ενέργεια που προκαλεί τη μείωση του όγκου ενός σώματος είτε μηχανικά, είτε ηλεκτρομαγνητικά
- (μηχανολογία): η οποιαδήποτε αύξηση πίεσης, όπου στη μηχανή εσωτερικής καύσης αποτελεί το δεύτερο στάδιο - χρόνο, μετά την αναρρόφηση και πριν την καύση του καυσίμου.
- (οικονομία): ο περιορισμός, η ελάττωση οικονομικού μεγέθους, π.χ. εξόδων, ελλειμμάτων κ.λπ.
- (πληροφορική) περιορισμός του όγκου ενός αρχείου δεδομένων
- ※ Η συμπίεση δεδομένων είναι η διαδικασία μείωσης του όγκου αρχείων διαφόρων ειδών, μέχρι και 99% από το αρχικό τους μέγεθος. Στόχος της συμπίεσης είναι η ταχύτερη μεταφορά μέσω δικτύων και η εξοικονόμηση αποθηκευτικού χώρου. [1]
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
συμπίεση
Αναφορές
- Συμπίεση Δεδομένων: Τι Είναι και Πώς Λειτουργεί, από pcsteps.gr. Δημοσίευση 2016-06-17. Προσπέλαση 2020-07-10.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.