συμπιεσμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμπιεσμένος η συμπιεσμένη το συμπιεσμένο
      γενική του συμπιεσμένου της συμπιεσμένης του συμπιεσμένου
    αιτιατική τον συμπιεσμένο τη συμπιεσμένη το συμπιεσμένο
     κλητική συμπιεσμένε συμπιεσμένη συμπιεσμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμπιεσμένοι οι συμπιεσμένες τα συμπιεσμένα
      γενική των συμπιεσμένων των συμπιεσμένων των συμπιεσμένων
    αιτιατική τους συμπιεσμένους τις συμπιεσμένες τα συμπιεσμένα
     κλητική συμπιεσμένοι συμπιεσμένες συμπιεσμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συμπιεσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος συμπιέζω

Μετοχή

συμπιεσμένος, -η, -ο

  1. που βρίσκεται σε κατάσταση συμπίεσης
  2. που έχει συμπιεστεί, που έχει υποστεί συμπίεση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.